- νητρεκῶς
- νητρεκήςadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νητρεκής — νητρεκής, ές (Α) πραγματικός, αληθινός. επίρρ... νητρεκῶς (Α) με νητρεκή τρόπο, με ειλικρίνεια, αληθινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. μόριο νη * + τρεκής (< *τρέκος «στροφή», το οποίο συνδέεται με αρχ. ινδ. tarku «ρόκα, αδράχτι», λατ. torqueo «στρέφω,… … Dictionary of Greek